- κέρκισις
- κέρκισιςplying thefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρκισις — κέρκισις, ἡ (Α) [κερκίζω] το να υφαίνει κανείς με κερκίδα («οἷον σπάθησις καὶ κέρκισις», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κέρκισιν — κέρκισις plying the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίσι — κερκίσῑ , κέρκισις plying the fem dat sg (epic doric ionic aeolic) κερκίς weaver s shuttle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)